ψαχουλάω

ψαχουλάω
Ν
ψαχουλεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαχουλεύω, κατά τα νεοασυναίρετα σε -άω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαχουλάω — βλ. ψαχουλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαχουλεύω — και ψαχουλάω και ψαχουλίζω ψαχούλεψα, ψαχουλεύτηκα, ψαχουλεμένος, ψάχνω επίμονα, αναζητώ επίμονα: Τι ψαχουλεύεις στο συρτάρι μου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”